- πυαλίς
- -ίδος, ἡ, Αβλ. πυελίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυελίδα — η / πυελίς, ίδος, ΝΑ, και πυαλίς, ίδος, Α 1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για τη στερέωση σφραγιδολίθου 2. κόγχη οφθαλμού νεοελλ. η νεφρική πύελος αρχ. 1. υποδοχή άξονα 2. κάλυκας άνθους 3. (στον τ. πυαλίς) α) σαρκοφάγος, λάρνακα β) δεξαμενή. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek